γρυπολέων

γρυπολέων
ο (Μ)
1. φανταστικό ζώο με χαρακτηριστικά γνωρίσματα λιονταριού και γρυπός
2. ύφασμα στολισμένο με γρυπολέοντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γρυψ (γρυπός) + λέων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”